- εὐκρινεῖς
- εὐκρινέωkeep distinctpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐκρινήςwell-separatedmasc/fem acc plεὐκρινήςwell-separatedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σημείο 2. ο περιορισμένος σε ένα σημείο 3. φρ. α) «σημειακή κάθοδος» (ηλεκτρ.) ειδική κάθοδος σε καθοδικό σωλήνα, τής οποίας η επιφάνεια εκπομπής έχει περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό για να γίνει… … Dictionary of Greek
αστοί — Στον Μεσαίωνα ονομάζονταν α. (burgenses, bourgeois)αρχικά οι κάτοικοι των αστικών οικισμών (γαλλ. bourg, γερμ. burg, ιταλ. borgo), οι οποίοι συγκροτούσαν τις μεσαιωνικές πόλεις. Από την εποχή αυτή έχουν μείνει τα τοπωνύμια πολλών σύγχρονων πόλεων … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek